- Φλᾶν
- Φλάfem gen pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλᾶν — φλάω crush pres part act masc voc sg (doric aeolic) φλάω crush pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φλάω crush pres part act masc nom sg (doric aeolic) φλᾶ̱ν , φλάω crush pres inf act (epic doric) φλάω crush pres inf act (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλᾷν — φλάω crush pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλήναφος — ο, ΝΜΑ αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί αρχ. φλυαρία, μωρολογία. επίρρ... φληνάφως Α με φληναφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. τού καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην / φλᾱν το οποίο πρέπει να … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
CYTHNOS — Insul. una ex Cycladibus, in mari Aegaeo, versus oram Atticae, inter Ciam et Seriphum Insul. Tota montuosa est, nunc sub Turcis, et raros habet incolas. Baudrand. Olim Ophiusa, ac Dryopis dicta. Ovid. l. 5. Met. Fab. 4. v. 252. Inde cavâ… … Hofmann J. Lexicon universale
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek